- Λιβυφοίτης
- Λιβυφοίτης, ὁ (Α)αυτός που επισκέπτεται συχνά τη Λιβύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + -φοίτης (< φοιτῶ), πρβλ. ορει-φοίτης, ουρανο-φοίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λιβυφοίτην — Λιβυφοίτης visiting Libya masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)